- φιλαίθριος
- φιλ-αίθριος, die Heitere liebend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλαίθριος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τον καθαρό αέρα 2. μτφ. αυτός που αγαπά την φαιδρότητα, την ιλαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αἴθριος «καθαρός, ανέφελος»] … Dictionary of Greek